- νυκτερεύοντες
- νυκτερεύωpass the nightpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δέλετρο — το (Α δέλετρον) νεοελλ. στρ. φορητό φανάρι με καλυμμένες αδιαφανώς τις τρεις πλευρές του αρχ. 1. δόλωμα 2. φανάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δέλετρον με τη σημ. «δόλωμα» < (θ.) δελεF τού δέλεαρ* + (επίθημα) τρον, που δηλώνει όργανο. Η σημ. «φανάρι» που… … Dictionary of Greek